намести (гл.) - очила (имн.)

Се искашла, намести очила и со растреперен глас почна да чита: - Υποσχομαι ενωπιον του Θεου, των ανθρωπων και των επισημων αρχων του κρατους μας, οτι απο σημερον θα παυσω να ομιλω το σλαβικον ιδιωμα, που μονον αφορμην προς παρεξηγησιν διδει εις τους εχρους της χωρας μας, τους Βουλγαρους, και οτι θα ομιλω παντου και παντοτε την Ελληνικην, εις την οποια ειναι γραμμενο και το Ιερον Ευαγγελιον του Χριστου μας. 15
„На пат со времето“ од Петре Наковски (2010)